Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

"Ο απέραντος χώρος και η σιωπή σμίγουν και βαραίνουν την καρδιά"

(Πλέουμε σε τόσες απέραντες περιοχές που νομίζουμε ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας.)


       Το απόγευμα συναντάμε ένα επιβατικό πλοίο που κατευθύνεται ψηλά προς τις πόλεις. Ο χαιρετισμός που ανταλλάσσουν οι σειρήνες μας με τρεις τεράστιες κραυγές προϊστορικών ζώων, τα σινιάλα των χαμένων επιβατών στη θάλασσα που παίρνουν είδηση ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι εκεί κοντά, η απόσταση που μεγαλώνει σιγά-σιγά μεταξύ των δύο πλοίων, τέλος ο αποχωρισμός στ' αφιλόξενα νερά, όλα αυτά μαζί και η καρδιά σφίγγεται. Αυτούς τους επίμονους δαίμονες , που έχουν αρπαχτεί από ξύλινες σανίδες, που ρίχτηκαν στη χαίτη των απέραντων ωκεανών σε αναζήτηση απομακρυσμένων νησιών, ποιος που αγαπάει τη μοναξιά και τη θάλασσα θ' αντισταθεί να τους αγαπήσει;

       Ακριβώς στη μέση του Ατλαντικού λυγίζουμε από τους άγριους ανέμους που φυσούν ασταμάτητα από τον ένα πόλο στον άλλο. Η κάθε κραυγή μας πετάει και χάνεται στον απέραντο ορίζοντα. Αλλά αυτή η κραυγή, που μέρα με τη μέρα μεταφέρεται από τον άνεμο, θα καταλήξει σε έναν από τους πόλους της γης και θ΄αντηχεί πάνω στα παγωμένα τοιχώματα, μέχρις ότου κάποιος, σε κάποια γωνιά της γης, χαμένος μέσα στο χιονένιο του κοχύλι, θα την ακούσει κι ευχαριστημένος θα χαμογελάσει.

       Λαγοκοιμόμουν κάτω από το μεσημεριανό ήλιο, όταν ένας τρομακτικός θόρυβος με ξύπνησε. Είδα τον ήλιο στο βάθος της θάλασσας, τα κύματα βασίλευαν μέσα στον ταραγμένο ουρανό. Ξαφνικά η θάλασσα έκαιγε και ο ήλιος κατέβαινε με μεγάλες παγωμένες γουλιές μέσα στο λαιμό μου. Γύρω μου οι ναύτες γελούσαν και έκλαιγαν. Ο ένας αγαπούσε τον άλλο, αλλά δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν. Εκείνη τη μέρα συνειδητοποίησα την πραγματικότητα του κόσμου και αποφάσισα να δεχτώ ότι το καλό ήταν ταυτόχρονα και κακό, καθώς και ότι τα εγκλήματα ήταν μερικές φορές σωτήρια. Εκείνη την ημέρα κατάλαβα ότι υπήρχαν δύο αλήθειες, εκ των οποίων η μία δεν έπρεπε ποτέ να αναφερθεί.


(Έτσι έρχεται μια μέρα που όλα ολοκληρώνονται. Τότε πρέπει ν' αφήσουμε τον εαυτό μας να κυλήσει έξω από το σώμα μας, όπως κάνουν αυτοί που κολυμπούν μέχρις ότου εξαντληθούν τελείως.)

Αποσπάσματα από το ποιητικό κείμενο του Albert Camus,
Η θάλασσα σε απόσταση αναπνοής - ημερολόγιο καταστρώματος.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

walking spanish down the hall

Ένιωθα το σπίτι γεμάτο ανθρώπους, όπως συνήθως, αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Πιστεύω πως όλοι τους ήταν κλεισμένοι στο δωμάτιό τους, με το αυτί στημένο. Και ύστερα, γρήγορα, όλοι στα παράθυρα, λίγο αποτραβηγμένοι, κρυμμένοι πίσω απ' τις κουρτίνες, στο άκουσμα της εξωτερικής πόρτας που έκλεινε πίσω μου, έπρεπε να την είχα αφήσει ανοιχτή. Και μετά οι πόρτες ανοίγονται και όλος ο κόσμος βγαίνει, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, καθένας απ' το δωμάτιό του, και οι φωνές οι στεναγμοί, τα χαμόγελα, τα χέρια, τα κλειδιά στα χέρια, ένα μεγάλο ουφ, και η επαναφορά των παραγγελμάτων, εαν αυτό εδώ τότε εκείνο εκεί, αλλά αν εκείνο εκεί τότε αυτό εδώ, μια πραγματική ατμόσφαιρα γιορτής, όλοι κατάλαβαν, στο τραπέζι, στο τραπέζι, το δωμάτιο μπορεί να περιμένει. Όλα αυτά είναι της φαντασίας μου, φυσικά, αφού δεν ήμουν πλέον εκεί. Τα πράγματα συνέβησαν ίσως τελείως διαφορετικά, μα τι σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα συμβαίνουν, απ' τη στιγμή που συμβαίνουν; Και όλα αυτά τα χείλη που με είχαν φιλήσει, αυτές οι καρδιές που με είχαν αγαπήσει (είναι με την καρδιά που αγαπάει κανείς, έτσι δεν είναι, ή το συγχέω με κάποιο άλλο πράγμα;), αυτά τα χέρια που είχαν παίξει με τα δικά μου και αυτά τα πνεύματα που παραλίγο θα μ' έκαναν δικό τους! Οι άνθρωποι είναι πράγματι παράξενοι.           

(people are strange when you're a stranger)


Γιατί ήξερα ότι δεν θα ήμουν πάντα νεός, κι ότι το καλοκαίρι δεν διαρκεί αιώνια, ούτε και το φθινόπωρο, η κακομαθημένη ψυχή μου μού το έλεγε. Τελικά της είπα ότι μέχρι εδώ ήταν. Με ενοχλούσε βαθιά, ακόμη και απούσα.


Θαύμαζα, παρά τη σκοτεινιά, παρά την ταραχή μου, τον τρόπο που έχει το ακίνητο νερό, ή αυτό που κυλάει αργά, να ανασηκώνεται, σαν διψασμένο, προς το νερό που πέφτει. Με ρώτησε εάν ήθελα να μου τραγουδήσει κάτι. Της είπα όχι. 




Δεν ήξερα πολύ καλά πού βρισκόμουν. Έψαξα τις Άρκτους, ανάμεσα στ' αστέρια και τους αστερισμούς, αλλά δεν μπόρεσα να τις βρω. Κι όμως θα έπρεπε να είναι εκεί. Ο πατέρας μου μού τις είχε δείξει πρώτος. Μου είχε δείξει κι άλλους αστερισμούς, αλλά, μόνος μου, χωρίς αυτόν, δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναβρώ παρά μόνο τις Άρκτους.


Ίχνος ζωής πουθενά, λέτε, μπα, σιγά το πρόβλημα, φαντασία όχι νεχρή ακόμα, κι όμως νεκρή, καλώς, φαντασία νεκρή φανταστείτε. Νησιά, νερά, γαλάζιο, βλάστηση, μια φευγαλέα ματιά και χάθηκαν, στον αιώνα, αφήστε. Μέχρι που κατάλευκη μέσα στη λευκότητα η ροτόντα. Είσοδος δεν υπάρχει, μπείτε, μετρήστε.


αποσπάσματα από τον Πρώτο Έρωτα και τις πρόζες του Samuel Beckett