Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014
Τρίτη 18 Μαρτίου 2014
H νύχτα και τα τεχνάσματά της.
φωτογραφία: Eugenio Recuenco
Αγαπώ τη νύχτα και τα τεχνάσματά της
απόν το φως της μέρας
φωτεινοί οι φάροι
μονόλογος των φαναριών
που ανοιγοκλείνουν τα τρία μάτια τους
και τρεμοπαίζουν στην απέραντη νύχτα
τη μαύρη όπως η θάλασσα
Αγαπώ τη νύχτα και τα τεχνάσματά της
τη μακιγιαρισμένη νύχτα
τη νύχτα τη μεθυσμένη από αγνώστους
αγκαλιασμένους στα τελευταία δέντρα
σαν σε χήρες
ακυρωμένες οι βεβαιότητες της μέρας
ανεσταλμένη η ρουτίνα της αγρύπνιας
την άγρια νύχτα
των μεθυσμένων που τσακώνονται για τον πάτο ενός μπουκαλιού
τη νύχτα των γυναικών αντρών
και των αντρών γυναικών
που χάνονται
σε μια ονειρώδη αρχέτυπη σύγχυση
σύγχυση ωαρίων και επιθυμιών
σπερματοζωαρίων και απίθανων ονείρων
την άγρια νύχτα και συναισθηματική
των δυνατών συγκινήσεων και της οικείας μοναξιάς
τη νύχτα με πλοκή σαν μια παλιά ταινία
τη μοναχική νύχτα γάτου ορφανού
και χωρίς παλτό
τη νύχτα που μας ανέβαζε στον παράδεισο
με τα χέρια πλεγμένα σταυρό
ενώ σε αγαπούσα
ενώ με αγαπούσες
και η αιωνιότητα άγγιζε τα λιωμένα κορμιά μας
πατίνα ομορφιάς
στέγη πάνω στο πρόσωπο το βιβλίο
ο καθρέφτης οι φωνές
και η μικρή ουλή στο πόδι σου
αόρατη
στους βιαστικούς κι απρόσεκτους εραστές
Αγαπώ τη νύχτα των ιερών ερώτων
όπως ο άρτος και ο οίνος
όπως το δισκοπότηρο κι η όστια
τη νύχτα των ερώτων
που διαρκούν μια ζωή
μια ζωή κάποιων ωρών
μια ζωή ενός λεπτού
ονειροπόλοι τεχνασμάτων
που καταστρέφονται
με το φως της μέρας
όταν όλα επιστρέφουν
στο κανονικό
δηλαδή στο πλαστικό και στο facebook.
Cristina Peri Rossi: είναι ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια από την Ουρουγουάη. Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο το 1941. Το 1970, τα γεγονότα της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ουρουγουάη την ανάγκασαν να καταφύγει στην Ισπανία, όπου και ζει μέχρι σήμερα.
Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014
Drifters ή "καθισμένη στην όχθη μιας θάλασσας από τεκίλα".
[...]Και τότε οι νεαροί ποιητές του Μεξικού άρχιζαν να απαγγέλουν με τις βαθιές αλλά ανεπανόρθωτα νεανικές φωνές τους, και οι στίχοι που απάγγελναν έφευγαν με τον άνεμο στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού, κι εγώ έβαζα τα κλάματα κι εκείνοι έλεγαν η Αουξίλιο είναι μεθυσμένη, πόσο γελασμένοι ήταν, χρειάζεται πολύ αλκοόλ για να μεθύσω εγώ, κλαίει έλεγαν γιατί την παράτησε ο τάδε, κι εγώ τους άφηνα να λένε ό,τι ήθελαν. Ή καβγάδιζα μαζί τους. Ή τους έβριζα. Ή σηκωνόμουν από την καρέκλα μου κι έφευγα χωρίς να πληρώσω, γιατί ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν πλήρωνα. Εγώ ήμουν αυτή που έβλεπε το παρελθόν και όσες βλέπουν το παρελθόν δεν πληρώνουν ποτέ. Επίσης έβλεπα το μέλλον, αλλά αυτές πληρώνουν μεγάλο αντίτιμο, μερικές φορές το αντίτιμο έιναι η ζωή ή τα λογικά τους, και κατά τη γνώμη μου εκείνες τις ξεχασμένες νύχτες εγώ τελικά πλήρωνα τα ποτά όλων χωρίς κανένας να το αντιλαμβάνεται, πλήρωνα εγώ γι' αυτούς που θα γίνονταν ποιητές και γι' αυτούς που δεν θα γίνονταν.
[...]Και τότε η σκιά που επεδίωκε το κακό μου σταμάτησε, κοίταξε πίσω και μετά συνέχισε να προχωρά, και πέρασε δίπλα μου ένας τύπος κοινός και καθημερινός Μεξικανού που βγήκε από τα Τάρταρα, και μαζί του πέρασε ένας χλιαρός αέρας ελαφρώς υγρός που θύμιζε ασταθείς γεωμετρίες, που θύμιζε μοναξιές, που θύμιζε σχοιζοφρενείς και σφαγεία, και ούτε καν με κοίταξε ο τέλειος μπάσταρδος πουτάνας γιος.
-Είσαι καλά;, είπε η αδερφή του.
-Νιώθω παράξενη, είπα εγώ.
(Αποσπάσματα από Το φυλαχτό του Roberto Bolaño)
Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013
Social capital.
Σημ. In sociology, social capital is the expected collective or economic benefits derived from the preferential treatment and cooperation between individuals and groups. Although different social sciences emphasize different aspects of social capital, they tend to share the core idea "that social networks have value". Just as a screwdriver (physical capital) or a university education (cultural capital or human capital) can increase productivity (both individual and collective), so do social contacts affect the productivity of individuals and groups.
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013
Broken chords can sing a little.
Μνήμες πραγμάτων που συνέβησαν σ' ενα κόσμο που υπάρχει μόνο στα "τι θα γινόταν, αν;".
Time present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
Footfalls echo in the memory
Down the passage which we did not take
Towards the door that we never opened
Into the rose-garden.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)